Με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος μαζί με τον νεοκλασικισμό θα εισαχθεί από την Ευρώπη και η μόδα των καφενείων. Σύντομα τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία θα αντικαταστήσουν τους τουρκικούς καφενέδες και θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην νεώτερη αθηναϊκή ιστορία. Τα πρώτα ευρωπαϊκά καφενεία θα κάνουν την εμφάνιση τους αρχικά στην οδό Αιόλου, όπου και το καφενείον "Η Ωραία Ελλάς" των σχολικών μας βιβλίων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά την σκυτάλη θα πάρουν τα βουλεβάρτα της Αθήνας, τα οποία θα κοσμήσουν με την παρουσία τους καφενεία που θα εξελιχθούν σε κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια. Από τα θρυλικά αυτά στέκια σήμερα ελάχιστα επιβιώνουν, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν και τα κτήρια που τα στέγαζαν κατεδαφίστηκαν, όμως τα έργα των θαμώνων τους συνεχίσουν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού.
Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου
Καφενείο του Γιαννάκη, αρχές 20ου αι (Σκίτσο: Κατερίνα Συνοδινού) |
τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο τραγούδι του «The Fucking Fifties» (μια άριστη τοπογραφία της αστικής Πανεπιστημίου του 1950) αναφέρει μαζί με το «Ρωσικόν» και το «Ζαχαροπλαστείο του Τσίτα». Ο «Τσίτας» ιδρύθηκε το 1888 στην οδό Σταδίου και το 1906 μετακομίζει στην Πανεπιστημίου (αρ. 43). Τόσο κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και κατά τη δεκαετία του 1950, ο «Τσίτας» απασχολούσε συνολικά 180 άτομα, ενώ ο εξοπλισμός που διέθετε (μηχανές εσπρέσο, αποχυμωτές, ζυμωτήρια) ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις πρωτοπορίες του Τσίτα ήταν και τα τσιπς, τα οποία πωλούνταν σε τεράστιες σακούλες. Ο «Τσίτας» έκλεισε μετά την παρακμή του που ακολούθησε η έντονη φημολογία για την ανεύρεση από την Υγειονομική Υπηρεσία ενός τρωκτικού μέσα σε μία κατσαρόλα με σιρόπι. Την μοίρα του Τσίτα θα ακολουθήσουν τα περισσότερα παλιά αθηναϊκά καφεζαχαροπλαστεία που θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πολλά από τα κτήρια που τα στέγαζαν να κατεδαφίζονται.
Λογοτεχνικά Καφενεία, από το Πανεπιστήμιο μέχρι την πλατεία Συντάγματος
«Στα γυμνά μαρμαρένια τραπέζια του τ' ανήσυχα νιάτα σχεδιάζανε την πορεία τους»1
Το καφενείο «Μαύρος Γάτος» βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, και σε χώρο ημιυπόγειο. Ιδρύθηκε το 1917 από τον Κερκυραίο Ιωάννη Σπαταλά, αδελφό του ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά (1887-1971) και ονομάσθηκε έτσι από το αντίστοιχο φιλολογικό καφενείο του Παρισιού το «Chat Noir». Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, καθώς εκεί σχεδιάζονταν εκδόσεις, γίνονταν παρουσιάσεις βιβλίων, καλλιτεχνικές και πολιτικές ζυμώσεις. Ο «Μαύρος Γάτος» άρχισε να αστυνομεύεται, καθώς εκεί συναντιόταν τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», για να κλείσει οριστικά. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Τέλλος Άγρας, Δημοσθένης Βουτυράς, Φώτος Γιοφύλλης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Δ. Ταγκόπουλος, Ρώμος Φιλύρας, Κώστας Βάρναλης, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.
«Βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε ατμόσφαιρα»2
Οι Αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη» το 1938 ως συμπλήρωμα του καφεκοπτείου που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και δίπλα ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη Βακαλό, Τάκης Σινόπουλος κ.α.
«Το πεζοδρόμιο έμοιαζε σαν παρτέρι µε λουλούδια, έτσι όπως τα στόλιζε το πολύχρωμο πλήθος των κομψών γυναικών που έπαιρναν τα ορεκτικό τους»3
Το καφεζαχαροπλαστείο «Ζοναρ’ς» στεγάζεται στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, έργο των αρχιτεκτόνων Βασίλη Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη που ολοκληρώθηκε το 1938 και συνδυάζει Art Deco και κλασικιστικά στοιχεία. Απόρροια της πρόσφατης ανακαίνισης του μεγάρου ήταν και η επαναλειτουργία του καφενείου Ζόναρ’ς, το οποίο είχε παύσει τα λειτουργία του στις αρχές του 2000 (είχε ήδη αρχίσει να χάνει την αίγλη του μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του Κάρολου Ζωναρά το 1968). Ο Ζωναράς, Έλληνας της Αμερικής, επιστρέφει στην Ελλάδα για να ανοίξει στο 1934 το «Ζόναρ’ς» το οποίο στεγάστηκε αρχικά στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, για να μεταφερθεί το 1940 στο ισόγειο του Μεγάρου του ΜΤΣ. Το «Ζόναρ’ς», ένα από τα πολυτελέστερα καφενεία της πρωτεύουσας, ήταν γνωστό για τα γλυκά του, όπως το παγωτό «Σικάγο» που λέγεται ότι δημιουργήθηκε εκεί. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης, Φρέντυ Γερμανός κ.α. Γνωστές προσωπικότητες που επισκέφθηκαν την Αθήνα όπως ο Άντονι Κουίν, η Σοφία Λόρεν και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες δεν παρέλειψαν να το επισκεφθούν.
Δίπλα στο «Ζόναρ’ς», στεγάστηκε το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Οι θεσσαλονικείς αδελφοί Φλόκα, επιχειρηματίες σοκολάτας, άνοιξαν το 1938 το πρώτο τους ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα στην οδό Κοραή, στο μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ το 1940 θα ανοίξουν το δεύτερο κατάστημά τους στο μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Ο Φλόκας όπως και το διπλανό του «Ζόναρ’ς», θα σταματήσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου για να ξανανοίξουν μεταπολεμικά, το 1952. Λίγο πριν αναστείλει της λειτουργία του Γερμανοί στρατιώτες φωτογραφίζονται να πίνουν στα τραπεζάκια του. Σύντομα ο Φλόκας άνοιξε υποκαταστήματα στη Φωκίωνος Νέγρη, στη Βασιλίσσης Σοφίας και αλλού, απευθυνόμενος πάντοτε στην μεγαλοαστική τάξη. Το κατάστημα στο μέγαρο του ΜΤΣ Έκλεισε το 1987. Στου Φλόκα σύχναζαν το τότε πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Αμαλία Καραμανλή, ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε το γειτονικό «Ζόναρ’ς» «άσχημα φωτισμένο και επιπλωμένο πρόστυχα», ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Ειδικά οι δυο τελευταίο είχαν και δικό τους, ξεχωριστό τραπέζι στο πατάρι.
«Τασία - έναν καφέ παρακαλώ»4
Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονται. Συχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη, κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:
"Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."
«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»5
Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το 1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί.
Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία γύρω από την πλατεία Συντάγματος
«Εις το καφενείον τούτον είχον ζωηρόν τον αντίκτυπον όλαι αι πολιτικαί μεταβολαί της παρελθούσης τριακονταετίας» 6
Στο Μέγαρο Γιαννόπουλου, στην αρχή της οδού Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι το 1888 στεγαζόταν το ομώνυμο καφενείο το οποίο υπήρξε στέκι λογοτεχνών, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ροΐδη. Αργότερα το μέγαρο του Γιαννόπουλου φιλοξένησε ην πρώτη μορφή του θρυλικού «Ζαχαράτου». Το καφενείο του Ζαχαράτου ωστόσο, γρήγορα μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία, στην οικία Βούρου. Ιδιοκτήτης του ήταν ο επιχειρηματίας Σπύρος Ζαχαράτος, ο οποίος διατηρούσε καφενεία και στην Πλατεία Ομονοίας. Το καφενείο επισκεπτόταν καθημερινά και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1901. Το Καφενείο του«Ζαχαράτου, λόγω της γειτνίασης με το Παλάτι και την Βουλή, έγινε γρήγορα στέκι στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Ήταν τέτοια η σημασία του στην πολιτική ζωή της Αθήνας, που στον Γεώργιο Παπανδρέου χρεώνεται η φράση ότι «το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το οριστικό του τέλος θα έρθει την δεκαετία του 1960, μαζί με την κατεδάφιση του μεγάρου που το στέγαζε.
«Μέσα εις το θολωμένον από τους καπνούς καφενείον οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάται φοιτηταί, ροφούν τον καφέ των»7
Το καφενείο «της Ανατολής», ιδιοκτησίας Βασίλη Βασιλείου, ήταν το μοναδικό που υπήρχε στον τότε «Κήπο των Μουσών», τη σημερινή Πλατεία Συντάγματος. Συχνός θαμώνας του «Καφενείου της Ανατολής» ήταν ένας τραμβαγέρης, ο Γιώργος Ζαβορίτης. Όντες δυσαρεστημένοι και οι δυο από τη δουλειά τους, Βασιλείου και Ζαβορίτης αποφασίζουν να αλλάξουν επάγγελμα. Έτσι ο Ζαβορίτης άνοιξε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο του το οποίο ήταν ιδιαίτερα πολυτελές και στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας Κορομηλά, με το χαρακτηριστικό αέτωμα, έργο του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το 1897 το καφενείο μετονομάστηκε αγγλοπρεπώς σε «High Life» και επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε και έκλεισε λόγω κατεδάφισης του κτηρίου. Όσο για τον Βασίλη Βασιλείου, το μοναδικό που είναι γνωστό, είναι ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα, σαν σταθμάρχης στο σταθμό του Θησείου. Τόσο το Καφενείο του Ζαβορίτη, όσο και το γειτονικό καφενείο του Ζαχαράτου, γέμιζαν το χώρο της πλατείας Συντάγματος με τραπεζάκια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
« Η τελεία απομίμησις των ηθών του μεγάλου Ευρωπαϊκού κόσμου..»8
εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 14/2/1907 |
Λογοτεχνικά καφενεία του Κολωνακίου
«Από το φως το ανέσπερον του νέον λουσμένοι»9
Το «Βυζάντιον» της Πλατείας Κολωνακίου, άρχισε να προσελκύει λογοτέχνες κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, λόγω της σταδιακής παρακμής άλλων φιλολογικών στεκιών, όπως του «Λουμίδη», και ακολουθώντας την μετακίνηση της αθηναϊκής εστίασης προς την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι κατά τα χρόνια εκείνα. Ανάμεσα στους θαμώνες του, εκτός από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, του ζωγράφους Φασιανό και Ακριθάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντούσε κανείς τον κύκλο των Ελλήνων σουρεαλιστών, με προεξέχοντα τον Νάνο Βαλαωρίτη, αλλά και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν, αν τύχαινε να βρεθεί στην Αθήνα. Η ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, με την φτωχική και λιτή του σάλα και τον τετραπέρατο σερβιτόρο Μπάμπη, αποτυπώνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή, που είχε τίτλο «Καφενείον το Βυζάντιον», αλλά και σε ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη.
«Έκαστος εξ όλων είχε την προτιμωμένη εξοχήν του και το ευνοούμενον καφενείον του»10
«Έκαστος εξ όλων είχε την προτιμωμένη εξοχήν του και το ευνοούμενον καφενείον του»10
Τη φήμη του, το καφενεδάκι της Δεξαμενής, ιδιοκτησίας του Μπάρμπα Γιάννη (δήμαρχου μάλιστα του Αγκιστρίου) την χρωστάει κυρίως στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος υπήρξε τακτικός του θαμώνας κατά τα τελευταία χρόνια της διαμονής του στην Αθήνα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Παπαδιαμάντης, που απέφευγε τους λογοτεχνικούς κύκλους και προτιμούσε τα λαϊκά καφενεία του Ψυρρή, γνώρισε το καφενείο της Δεξαμενής το 1906 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, και από τότε το επισκεπτόταν καθημερινά, συνήθιζε δε να κάθεται απομονωμένος στην πίσω πλευρά του καφενείου, γράφοντας, μεταφράζοντας ή ρεμβάζοντας. Στο καφενείο της Δεξαμενής έχουν τραβηχτεί και οι μόνες δύο γνωστές φωτογραφίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον Παύλο Νιρβάνα. Άλλοι γνωστοί του θαμώνες, στα μετέπειτα χρόνια, ήταν οι Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης, αλλά αργότερα και ποιητές της γενιάς του Τριάντα, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αδριάντας του οποίου, φιλοτεχνημένος από τον Γιάννη Παππά, βρίσκεται στην Πλατεία της Δεξαμενής από το 1997. Το καφενείο εικάζεται ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο σημερινό Δημοτικό Αναψυκτήριο, που ξανάνοιξε πρόσφατα μετά από σιωπή χρόνων.
πηγή:omadaasty.blogspot.gr